- υπερτονώνω
- [-ώ (ο)] μετ. сильно тонизировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερτονώνω — ὑπερτονῶ, έω, ΝΜΑ [τονῶ / ώνω] νεοελλ. τονώνω πάρα πολύ, δυναμώνω πάρα πολύ αρχ. (αμτβ.) είμαι σε υπερένταση … Dictionary of Greek
υπερτονωτικός — ή, ό, Ν [υπερτονώνω] πολύ δυναμωτικός … Dictionary of Greek
υπερτόνωση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπερτονώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερτονώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερτόνωσις, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] … Dictionary of Greek